- κρημνοποιος
- κρημνοποιόςκρημνο-ποιός2ирон. сочиняющий головоломные слова
(Αἰσχύλος Arph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Αἰσχύλος Arph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κρημνοποιός — κρημνοποιός, ὁ (Α) αυτός που μεταχειρίζεται στομφώδεις λέξεις («ἐγὼ γὰρ Αἰσχύλον νομίζω... στόμφακα, κρημνοποιόν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρημνός + ποιός (< ποιῶ)] … Dictionary of Greek
κρημνοποιός — speaking crags masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρημνοποιόν — κρημνοποιός speaking crags masc/fem acc sg κρημνοποιός speaking crags neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek